- αλεξιπτωτιστής
- οπρόσωπο (συνήθως στρατιωτικός) ασκημένο να κατεβαίνει στο έδαφος από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο: Όλοι σχεδόν οι στρατοί διαθέτουν μονάδες αλεξιπτωτιστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.